Marabù
Raccontano di me i marinai
che sono uomo ruvido e perverso
che le donne disprezzo in modo truce
e che non me le porto mai a letto.
Che fumo marjuana e tiro coca
che mi possiede orribile passione
che una rete di tratti repulsivi
mi copre ogni centimetro di pelle.
Quei marinai raccontano menzogne
tremende, esagerate, immonde, assurde,
quello che mi ferì fino a morirne
né dissi io, né alcuno capì mai.
Ma mentre cala l’ombra tropicale
e nel grecale volano gli stormi
mi preme riversare, nero inchiostro,
quest’eterna segreta mia ferita.
Viaggiavo in prova, al tempo, su un postale,
tra il Nilo e il meridione della Francia,
lì la conobbi che sembrava un fiore
e un solo sguardo ratto ci comprese.
Sottile, melanconica, elegante,
figlia d’un ricco che s’era ammazzato,
portava il suo dolore con sé in viaggio
sperando le accadesse di scordare.
Leggeva il libro della Baskirceva
e adorava d’Avila la Santa,
citava versi di quei maledetti
e stava a lungo a contemplare il mare.
Io conoscevo solo le puttane
e il cuore mio, da tanto mare affranto,
la gioia ritrovava dell’infanzia
nell’ascoltarne estatico la voce.
Le misi al collo una graziosa croce
lei mi donò un portafoglio in pelle
e mi sentii assai triste quando al porto
giungemmo: non l’avrei mai più rivista.
Ma la pensavo sempre nei miei viaggi,
quasi la mia custode protettrice,
era un sollievo la sua foto a prua,
un’oasi nell’oceano deserto.
Dovrei fermarmi qui, e farei bene,
la mano trema, l’afa mi stordisce,
un afrore di fiori tropicali
sale dal fiume, gracchia un marabù.
Continuerò! In un porto lontano,
in una notte fradicia di whisky,
di birra e gin, ottuso e vacillante,
presi la strada del peggior bordello.
Lì donne spudorate lusingavano
i marinai colpendone il berretto
ridendo, fan così le troie in Francia,
svogliato, a noia, mi lasciai portare
in una stanza lurida e angusta
i muri dall’intonaco sbrecciato,
lei straccio ormai di donna, voce roca
e sguardo perso, e scuro, che ti affoga.
“Spegni la luce” dissi. Fu l’amplesso.
Potei contarle le ossa sopra al cuore.
L’assenzio l’impregnava. Mi svegliai
con l’alba a sparger petali di rosa.
A quella fioca luce del mattino
mi parve tanto triste e dissoluta,
così, a disagio, quasi spaventato,
mi venne fretta di pagarla e andare.
Dodici franchi. Lei cacciò uno strillo
guardando il portafoglio spiritata
e io restai di sasso quando quella
dal pugno mostrò penderle una croce.
Scordai il berretto uscendo come un pazzo,
un folle che barcolla eternamente,
mi porto dentro un sangue avvelenato
che mi tormenta, affanna, mi punisce.
Raccontano quei marinai giù al porto
che con le donne sono rude, ostile,
che sono un brutto ceffo, tiro coca,
sapendo scuserebbero, di certo.
Rimango qui, stordito dalla febbre,
a osservare un marabù che fisso
giù dalla riva immobile mi guarda:
io pazzo e solitario gli assomiglio.
Nikos Kavvadias
(traduzione di Alberto Marchetti)
ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το ‘μαθε, γιατί δεν το ‘πα σε κανένα.Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα – σαν άνθος έμοιαζε αλπικό –
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου ‘χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ‘φευγε, την πόλη.Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.Νομίζω πως θε να ‘πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.Θα προχωρήσω!…ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
“μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της”.Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα να ‘χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.Δώδεκα φράγκα γαλλικά…Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου…Μ’ απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συγχωρέσει…Το χέρι τρέμει…Ο πυρετός…Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…
da © Νίκος Καββαδίας, ΜΑΡΑΜΠΟΥ (1933). Versione di riferimento qui.
Una replica a “I poeti della domenica #226: Nikos Kavvadias, Marabù”
L’ha ribloggato su RIDONDANZEe ha commentato:
E cadiamo ancora dentro un vortice
storditi da una esistenza inevitabile.
Allo specchio un marabù immobile.
"Mi piace""Mi piace"